Με έχει πάρει τηλ αρκετές φορές τις τελευταίες μέρες. Δεν έχω προλάβει να απαντήσω. Τι χαζή δικαιολογία να βρω πάλι. Βρίσκω δικαιολογίες για να νιώσω ελαφρωμένος αλλά δεν βοηθάει στο long run, πρέπει να το δουλέψω αυτό σε κάποια φάση όταν θα βρω χρόνο. Άντε πάλι τα ίδια. Παίρνω το κινητό.
Έλα ρε έχω βαλτώσει, ναι άστα πήζεις και συ, το ξέρω, το βλέπω. Πάμε να φάμε κάπου να σε δω να τα πούμε. Πάει καιρός που έχουμε να φάμε παρέα θα πιούμε και κοκτέιλ. Τι λες;
Δύο ώρες μετά είμαι σε ένα κήπο που αν μου έλεγες ότι έχουμε ΄τέτοιο πράμα στην Αθήνα θα σου ‘κανα κάζο. Ένας πανέμορφος, καθαρός με φανταστικό φωτισμό χώρος σε οδηγεί σε ένα μονοπάτι που καταλήγει σε ένα όμορφο κτήριο. Ανεβαίνουμε και το μαγαζί είναι σχεδόν άδειο. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί στην Ελλάδα τρώμε τόσο αργά, δεν μας έκανε εντύπωση που στα λιγοστά τραπέζια κάθονταν αποκλειστικά ξένοι.
Αμους μπους, έρχεται και είναι μια αέρινη τραγανή κρούστα που εξαϋλώνεται στο στόμα. Ένα kick από lime και λίγο γαρίδα. Το τέλειο καλωσόρισμα. Συνεχίζουμε με pork dumplings τα οποία είχαν μια φάρσα με πολύ ισορροπημένα μυρωδικά, η ζύμη έστεκε όσο έπρεπε στο δόντι. Ακόμη πολύ καλά λέμε ενώ συνεχίζαμε να πίνουμε μια Προβηγκία ροζέ ελαφρώς παγωμένη. Έρχεται ο σερβιτόρος με τα buns, πριν τα αφήσει στο τραπέζι έχουμε παραγγείλει άλλο ένα και του ζητάμε να καθυστερήσει τα κυρίως γιατί θέλαμε να τα απολαύσουμε. Τα buns ήταν αχνιστά, το ζυμάρι σωστά ψημένο. Η σάλτσα τόσο όσο χωρίς υπερβολές. Δεν καταφέραμε να συμφωνήσουμε πιο ήταν καλύτερο, ήταν η πάπια μπα, η γαρίδα ; Για αυτό επιλέξαμε άλλο ένα μήπως και το καταλάβουμε με την δεύτερη αλλά τίποτα. Πάμε στα κυρίως έχω πάρει chili pasta με γίδινο κιμά, οι αποδημήσεις δεν μου πολύ κάνουν. Αν και συνηθώς υποκύπτω στο τέλος μιας και ο ουρανίσκος μου που νιώθω να με κλωτσάει και να παίρνει ερήμην αποφάσεις για μένα, με ανταμείβει σχεδόν πάντα. ‘’Ίσως και α έχω καταφέρει να τον εκπαιδεύσω καλά με τόσες μασαμπούκες ανά το κόσμο και να ξέρει τι είναι καλό και τι όχι.’’ Και αυτή τη φορά έπεσε μέσα, ο κιμάς κάτι σαν από κατσαρόλα μαντεμένια γιαγιάς που έχει μαγειρευτεί σε στόφα. Για buns πήγαμε και τελικά βρέθηκα να ανακαλώ μνήμες με φαΐ από το χωριό. Κλείσαμε με τα γλυκά, οκ δεν είμαι πολύ φαν του γλυκού άρα ίσως να είμαι εκτός θέματος imho ωστόσο τα βρήκα ισορροπημένα και έτοιμα να κλείσουν ένα πολύ όμορφο γεύμα. Με χαρά να ξαναπάμε, μπράβο για όλα, το φαγητό, την καθαριότητά, την φιλική και ευγενική αύρα.
Δεν κάτσαμε πολύ τελειώσαμε με ένα τελευταίο κοκτέιλ, χαιρετήσαμε το Chef και περπατήσαμε στον κήπο του μεγάρου. Σκεπτόμενοι τα delivery notes που είχαμε να δώσουμε τις επόμενες μέρες.
@Fuga, Μέγαρο Μουσικής, Βασ. Σοφίας &, Πέτρου Κόκκαλη 1, Αθήνα